- απαγχονίζομαι
- απαγχονίζομαι, απαγχονίστηκα, απαγχονισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προαπάγχομαι — Α απαγχονίζομαι πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπάγχομαι «απαγχονίζομαι, αυτοκτονώ με απαγχονισμό»] … Dictionary of Greek
άγχω — ἄγχω (Α) 1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό 2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου 3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω 4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ 5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu … Dictionary of Greek
βροχίζω — (AM βροχίζομαι) [βρόχος] (αρχ. μσν.) απαγχονίζομαι νεοελλ. συλλαμβάνω με βρόχο, παγιδεύω … Dictionary of Greek
κρέμομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι /… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρεμιέμαι — κρεμιέμαι, κρεμάστηκα, κρεμασμένος βλ. πίν. 69 Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι / … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρέμομαι — και κρεμιέμαι κρεμάστηκα, κρεμασμένος 1. κρεμιέμαι, είμαι αναρτημένος από κάποιο σημείο. 2. εξαρτώμαι από κάποιον. 3. απαγχονίζομαι, αυτοκτονώ με απαγχονισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)